τυποποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τυποποιημένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή επεξεργασία
τυποποιημένος
- που έχει τυποποιηθεί
- ο στιλιζαρισμένος
- ο συμβατικός
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τυποποιημένος