τρανσφοβία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρανσφοβία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική transphobia < trans + -phobia (-φοβία)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τρανσφοβία θηλυκό
- (νεολογισμός) η φοβία ή η αποστροφή προς την τρανσεξουαλικότητα ή προς τα τρανς άτομα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τρανσφοβία
|