Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρατσισμός οι ρατσισμοί
      γενική του ρατσισμού των ρατσισμών
    αιτιατική τον ρατσισμό τους ρατσισμούς
     κλητική ρατσισμέ ρατσισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρατσισμός < (άμεσο δάνειο) ιταλική razzismo < razza + -ismo

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρατσισμός αρσενικό

  • η θεωρία που διακηρύσσει ότι μία φυλή έχει κάποια εγγενή χαρακτηριστικά που την καθιστούν ανώτερη από τις άλλες

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία