Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φοβία οι φοβίες
      γενική της φοβίας των φοβιών
    αιτιατική τη φοβία τις φοβίες
     κλητική φοβία φοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φοβία < από τη γαλλική λέξη phobie < από την αρχαία ελληνική λέξη φόβος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φοβία θηλυκό

  1. έντονος φόβος για συγκεκριμένες καταστάσεις, ζώα κ.λπ. που προκαλεί άγχος και μόνο στη σκέψη του αντικείμενου του φόβου, χωρίς όμως απαραίτητα να φτάνει στα όρια του παθολογικού ζητήματος
    έχω φοβία και με τις ενέσεις, ανατριχιάζω μόνο που τις σκέφτομαι
  2. (ψυχιατρική) αγχώδης διαταραχή, παθολογικός και ψυχαναγκαστικός φόβος
    έχω αγοραφοβία και παθαίνω κρίση πανικού ακόμα και στη σκέψη να βγω έξω από το σπίτι

  Μεταφράσεις επεξεργασία