Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύγκλητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύγκλητος (επίθετο, εννοείται βουλή: μετά από πρόσκληση) < συγκαλέω / συγκαλῶ < σύν (σύγ-) + καλέω / καλῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsiŋ.ɡli.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύ‐γκλη‐τος
παλιότερος συλλαβισμός: σύγ‐κλη‐τος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σύγκλητος θηλυκό

  1. (εκπαίδευση) το ανώτερο διοικητικό όργανο ενός πανεπιστημίου
  2. (ιστορία, πολιτική) πολιτικός θεσμός της αρχαίας Ρώμης

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / σύγκλητος τὸ σύγκλητον
      γενική τοῦ/τῆς συγκλήτου τοῦ συγκλήτου
      δοτική τῷ/τῇ συγκλήτ τῷ συγκλήτ
    αιτιατική τὸν/τὴν σύγκλητον τὸ σύγκλητον
     κλητική ! σύγκλητε σύγκλητον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ σύγκλητοι τὰ σύγκλητ
      γενική τῶν συγκλήτων τῶν συγκλήτων
      δοτική τοῖς/ταῖς συγκλήτοις τοῖς συγκλήτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς συγκλήτους τὰ σύγκλητ
     κλητική ! σύγκλητοι σύγκλητ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ συγκλήτω τὼ συγκλήτω
      γεν-δοτ τοῖν συγκλήτοιν τοῖν συγκλήτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία