σφυγμικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σφυγμικός < ελληνιστική κοινή σφυγμικός < αρχαία ελληνική σφυγμός
Επίθετο επεξεργασία
σφυγμικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με σφυγμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- ※ Η ταχύτητα μετάδοσης του σφυγμικού κύματος σχετιζόταν με την μέση αρτηριακή πίεση σε όλες τις ομάδες. (*)