Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pulse pulses

pulse (en)

  1. ο σφυγμός
  2. το όσπριο

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας pulse
γ΄ ενικό ενεστώτα pulses
αόριστος pulsed
παθητική μετοχή pulsed
ενεργητική μετοχή pulsing

pulse (en)

  1. πάλλομαι
  2. χτυπάω/χτυπώ (για σφυγμό αίματος)
    The news sent his blood pulsing strongly through his veins.
    Τα νέα έκαμαν το αίμα του να χτυπάει δυνατά στις φλέβες του.