pulse
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pulse | pulses |
pulse (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | pulse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pulses |
αόριστος | pulsed |
παθητική μετοχή | pulsed |
ενεργητική μετοχή | pulsing |
pulse (en)
ενικός | πληθυντικός |
pulse | pulses |
pulse (en)
ενεστώτας | pulse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pulses |
αόριστος | pulsed |
παθητική μετοχή | pulsed |
ενεργητική μετοχή | pulsing |
pulse (en)