Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συρματοκιβώτιο τα συρματοκιβώτια
      γενική του συρματοκιβωτίου
συρματοκιβώτιου
των συρματοκιβωτίων
    αιτιατική το συρματοκιβώτιο τα συρματοκιβώτια
     κλητική συρματοκιβώτιο συρματοκιβώτια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Τοίχος στήριξης δομημένος με συρματοκιβώτια

  Ετυμολογία επεξεργασία

συρματοκιβώτιο < σύρματ(ος) + -ο- + κιβώτιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συρματοκιβώτιο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία