συρματοκιβώτιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συρματοκιβώτιο < σύρματ(ος) + -ο- + κιβώτιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
συρματοκιβώτιο ουδέτερο
- (τεχνολογία, αρχιτεκτονική) κατασκευή με συρματόπλεγμα που συγκρατεί πέτρες και σχηματίζει σταθερά δομικά στοιχεία, με τα οποία δημιουργούνται τοίχοι συγκράτησης πρανών