συρματόπλεγμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συρματόπλεγμα ουδέτερο
πλέγμα από σύρμα που χρησιμεύει ως φράγμα.
- οχυρωμ. πλέγμα από ακιδωτά σύρματα που συγκρατούνται από πασσάλους για το απροσπέλαστο μιας τοποθεσίας.