Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συρματόπλεγμα τα συρματοπλέγματα
      γενική του συρματοπλέγματος των συρματοπλεγμάτων
    αιτιατική το συρματόπλεγμα τα συρματοπλέγματα
     κλητική συρματόπλεγμα συρματοπλέγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Στρατής Μυριβήλης «Η ζωή εν τάφω» με ενότητα «Στο περιπλοκάδι των συγκρούσεων» και ένθετη φωτ. στην 26η έκδοση. 1989

  Ετυμολογία επεξεργασία

συρματόπλεγμα < σύρμα και πλέγμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συρματόπλεγμα ουδέτερο

πλέγμα από σύρμα που χρησιμεύει ως φράγμα.

  • οχυρωμ. πλέγμα από ακιδωτά σύρματα που συγκρατούνται από πασσάλους για το απροσπέλαστο μιας τοποθεσίας.

  Μεταφράσεις επεξεργασία