Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλέγμα τα πλέγματα
      γενική του πλέγματος των πλεγμάτων
    αιτιατική το πλέγμα τα πλέγματα
     κλητική πλέγμα πλέγματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλέγμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλέγμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλέγμα ουδέτερο

  1. οποιοδήποτε δίκτυο (πάσης φύσης) οποιουδήποτε αριθμού διαστάσεων (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)
  2. (μεταφορικά) σύνολο σχέσεων που διαπλέκονται και αλληλοεξαρτώνται
  3. (ανατομία) δίκτυο αγγείων ή νεύρων

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλέγμα < πλέκω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλέγμα ουδέτερο

  • πλέγμα, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλέκω

  Πηγές επεξεργασία