Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κιβώτιο τα κιβώτια
      γενική του κιβωτίου
κιβώτιου
των κιβωτίων
    αιτιατική το κιβώτιο τα κιβώτια
     κλητική κιβώτιο κιβώτια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιβώτιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κιβώτιον < υποκοριστικό του κιβωτός
(τεχνολογικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική boîte[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ciˈvo.ti.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κι‐βώ‐τι‐ο
 
ξύλινο κιβώτιο μεταφοράς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιβώτιο ουδέτερο

  1. κουτί από σκληρό χαρτόνι, ξύλο ή άλλο υλικό για τη συσκευασία εμπορευμάτων
  2. (τεχνολογία) κουτί όπου συνδέονται τα καλώδια ηλεκτρικής εγκατάστασης

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία