συντασσόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συντασσόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συντασσόμενος
Μετοχή επεξεργασία
συντασσόμενος, -η, -ο
- (λόγιο) μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος συντάσσω
- που συντάσσεται, συμφωνεί με μια άποψη
- ↪ υπέγραψε το μνημόνιο, συντασσόμενος με την άποψη...
- (συντακτικό) που συντάσσεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες με ορισμένους τύπους λέξεων ή σειρά
- ↪ η πρόθεση υπό, συντασσόμενη με αιτιατική σημαίνει «από κάτω» ενώ συντασσόμενη με γενική σημαίνει «από τον»
- που γράφεται
- ↪ το κείμενο, συντασσόμενο από εξαιρετικούς ειδικούς, θα αποτελέσει τον άξονα...
- που συντάσσεται, συμφωνεί με μια άποψη
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις συντάσσω και συντάσσομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
συντασσόμενος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
συντασσόμενος, -η, -ον
- μετοχή ενεστώτα του συντάσσομαι, μεσοπαθητική φωνής του ρήματος συντάσσω
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τασσόμενος