συντεταγμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συντεταγμένος < λόγια μετοχή του ρήματος συντάσσομαι
Μετοχή επεξεργασία
συντεταγμένος
- αυτός που βρίσκεται σε τάξη (συχνά για στρατιωτικές μονάδες ή για συγκεντρωμένα πλήθη που κινούνται όχι άτακτα, αλλά με πειθαρχία ή ομαδικά)
Συνώνυμα επεξεργασία
- συνταγμένος (κυρίως για κάτι σχετικό με σύνταξη άρθρων, κειμένων)
Συγγενικά επεξεργασία
- συντεταγμένα επίρρημα
- σύνταγμα
- συντακτικό
- συντεταγμένη ως ουσιαστικό