συνεδριακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνεδριακός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνεδριακός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική de congrès.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε συνέδρι(ο) + -ακός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.ne.ðɾi.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νε‐δρι‐α‐κός
Επίθετο επεξεργασία
συνεδριακός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με το συνέδριο
- ↪συνεδριακός τουρισμός, συνεδριακό κέντρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνεδριακός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ συνεδριακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνεδριακός < συνέδρι(ον) + -ακός
Επίθετο επεξεργασία
συνεδριακός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή) (πολιτική) που διοικείται από συνέδριον
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη συνέδριον
Πηγές επεξεργασία
- συνεδριακός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.