συναρτησιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συναρτησιακός < συνάρτησι(ς) + -ακός [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.naɾ.ti.si.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ναρ‐τη‐σι‐α‐κός
Επίθετο επεξεργασία
συναρτησιακός, -ή, -ό
Μεταφράσεις επεξεργασία
συναρτησιακός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ συναρτησιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ συναρτησιακός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)