Δείτε επίσης: συμπεθέρια, συμπεθέρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμπεθεριά οι συμπεθεριές
      γενική της συμπεθεριάς των συμπεθεριών
    αιτιατική τη συμπεθεριά τις συμπεθεριές
     κλητική συμπεθεριά συμπεθεριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπεθεριά < μεσαιωνική ελληνική συμπεθερία < συμπέθερος < σύν + αρχαία ελληνική πενθερός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συμπεθεριά θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία