πενθερός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πενθερός | οἱ | πενθεροί |
γενική | τοῦ | πενθεροῦ | τῶν | πενθερῶν |
δοτική | τῷ | πενθερῷ | τοῖς | πενθεροῖς |
αιτιατική | τὸν | πενθερόν | τοὺς | πενθερούς |
κλητική ὦ! | πενθερέ | πενθεροί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πενθερώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πενθεροῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
πενθερός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πενθερός, -οῦ αρσενικό (θηλυκό πενθερά)
- (οικογένεια) πεθερός
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 582 (581-583)
- ἦ τίς τοι καὶ πηὸς ἀπέφθιτο Ἰλιόθι πρὸ | ἐσθλὸς ἐών, γαμβρὸς ἢ πενθερός, οἵ τε μάλιστα | κήδιστοι τελέθουσι μεθ᾽ αἷμά τε καὶ γένος αὐτῶν;
- Ή μήπως σου σκοτώθηκε κάποιος δικός, εκεί στο Ίλιο, | μπροστά στα τείχη; κι ήταν γενναίος, γαμπρός ή πεθερός; Είναι κι αυτοί πιο κοντινοί μας, | μετά από κείνους που μαζί τους μας ενώνει αίμα και γένος.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἦ τίς τοι καὶ πηὸς ἀπέφθιτο Ἰλιόθι πρὸ | ἐσθλὸς ἐών, γαμβρὸς ἢ πενθερός, οἵ τε μάλιστα | κήδιστοι τελέθουσι μεθ᾽ αἷμά τε καὶ γένος αὐτῶν;
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 52.7
- ἀποστείλας δὲ τοῦτον ὁ Περίανδρος ἐστρατεύετο ἐπὶ τὸν πενθερὸν Προκλέα,
- Και όταν ξαπόστειλε τον γιο του, ο Περίανδρος έκανε εκστρατεία κατά του πεθερού του Προκλή,
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἀποστείλας δὲ τοῦτον ὁ Περίανδρος ἐστρατεύετο ἐπὶ τὸν πενθερὸν Προκλέα,
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 1302 (1301-1302)
- ἐπεὶ γὰρ ἦλθον Ἄργος ἐς τὸ Δωρικόν, | λαβὼν Ἄδραστον πενθερόν,
- Έτσι κατέφυγα στο Άργος, το δωρικό, | κι έκανα πεθερό τον Άδραστο,
- Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ≈ συνώνυμα: λατινικά socer, αρχαία ελληνικά ἑκυρός
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 582 (581-583)
- (γενικότερα) συγγένεια εξ αγχιστείας
- (στον πληθυντικό αριθμό) τα πεθερικά
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλὴς μαινόμενος, 14 (13-16)
- λιπὼν δὲ Θήβας, οὗ κατωικίσθην ἐγώ, | Μεγάραν τε τήνδε πενθερούς τε παῖς ἐμὸς | Ἀργεῖα τείχη καὶ Κυκλωπίαν πόλιν | ὠρέξατ᾽ οἰκεῖν,
- Και τη Θήβ᾽ αφήνοντας, τη νέα κατοικιά μου, | τα πεθερικά του και τη Μεγάρα, ο γιος μου | στ᾽ αργίτικα πεθύμησε να κατοικήσει | τα τείχη και στην πόλη των Κυκλώπων,
- Μετάφραση (1911): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Φέξης @greek‑language.gr
- λιπὼν δὲ Θήβας, οὗ κατωικίσθην ἐγώ, | Μεγάραν τε τήνδε πενθερούς τε παῖς ἐμὸς | Ἀργεῖα τείχη καὶ Κυκλωπίαν πόλιν | ὠρέξατ᾽ οἰκεῖν,
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλὴς μαινόμενος, 14 (13-16)
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- πενθερός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πενθερός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.