Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πενθερᾱ́ αἱ πενθεραί
      γενική τῆς πενθερᾶς τῶν πενθερῶν
      δοτική τῇ πενθερ ταῖς πενθεραῖς
    αιτιατική τὴν πενθερᾱ́ν τὰς πενθερᾱ́ς
     κλητική ! πενθερᾱ́ πενθεραί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πενθερᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  πενθεραῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πενθερά < θηλυκό του πενθερός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πενθερά, -ᾶς θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία