πεθερικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πεθερικά | ||
γενική | των | πεθερικών | ||
αιτιατική | τα | πεθερικά | ||
κλητική | πεθερικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεθερικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πεθερικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεθερικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεθερικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πεθερικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πεθερικός