Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγγραμμικότητα οι συγγραμμικότητες
      γενική της συγγραμμικότητας των συγγραμμικοτήτων
    αιτιατική τη συγγραμμικότητα τις συγγραμμικότητες
     κλητική συγγραμμικότητα συγγραμμικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγγραμμικότητα < συγ- + γραμμικότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική collinearity)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συγγραμμικότητα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία