Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκτέλεση οι εκτελέσεις
      γενική της εκτέλεσης* των εκτελέσεων
    αιτιατική την εκτέλεση τις εκτελέσεις
     κλητική εκτέλεση εκτελέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκτελέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκτέλεση < εκτελώ + -ση[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈkte.le.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐κτέ‐λε‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκτέλεση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκτελώ
    1. η συμβολή στην πραγματοποίηση κάποιου σχεδίου ή οδηγιών
       συνώνυμα: πραγματοποίηση, ολοκλήρωση, εφαρμογή
    2. (νομικός όρος) η εφαρμογή στην πράξη μιας δικαστικής απόφασης
    3. η θανάτωση
    4. (κατ’ επέκταση) ή δολοφονία
    5. η ερμηνεία τραγουδιού ή σύνθεσης μουσικής
  2. (πληροφορική) πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή σε κατάσταση λειτουργίας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία