εκτέλεση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκτέλεση | οι | εκτελέσεις |
γενική | της | εκτέλεσης* | των | εκτελέσεων |
αιτιατική | την | εκτέλεση | τις | εκτελέσεις |
κλητική | εκτέλεση | εκτελέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκτελέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈkte.le.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κτέ‐λε‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκτέλεση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκτελώ
- η συμβολή στην πραγματοποίηση κάποιου σχεδίου ή οδηγιών
- (νομικός όρος) η εφαρμογή στην πράξη μιας δικαστικής απόφασης
- η θανάτωση
- (κατ’ επέκταση) ή δολοφονία
- η ερμηνεία τραγουδιού ή σύνθεσης μουσικής
- (πληροφορική) πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή σε κατάσταση λειτουργίας
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκτέλεση
πληροφορική
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εκτέλεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας