Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στριμμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στριμμέν
ος
η
στριμμέν
η
το
στριμμέν
ο
γενική
του
στριμμέν
ου
της
στριμμέν
ης
του
στριμμέν
ου
αιτιατική
τον
στριμμέν
ο
τη
στριμμέν
η
το
στριμμέν
ο
κλητική
στριμμέν
ε
στριμμέν
η
στριμμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στριμμέν
οι
οι
στριμμέν
ες
τα
στριμμέν
α
γενική
των
στριμμέν
ων
των
στριμμέν
ων
των
στριμμέν
ων
αιτιατική
τους
στριμμέν
ους
τις
στριμμέν
ες
τα
στριμμέν
α
κλητική
στριμμέν
οι
στριμμέν
ες
στριμμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
στριμμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
στρίβω
Μετοχή
επεξεργασία
στριμμένος
που έχει
στριφτεί
≠
αντώνυμα
:
άστριφτος
→
δείτε
και
τη λέξη
στριφτός
(
μεταφορικά
) που φέρεται
δύστροπα
ή
ιδιότροπα
≈
συνώνυμα
:
ανάποδος
,
δύστροπος
,
ιδιότροπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μετοχή
αγγλικά
:
twisted
(en)
δύστροπος
γαλλικά
:
grincheux
(fr)
→
δείτε
τη λέξη
δύστροπος