grincheux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | grincheux | grincheux |
θηλυκό | grincheuse | grincheuses |
grincheux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | grincheux | grincheux |
θηλυκό | grincheuse | grincheuses |
grincheux (fr)