Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στραβωμάρα οι στραβωμάρες
      γενική της στραβωμάρας
    αιτιατική τη στραβωμάρα τις στραβωμάρες
     κλητική στραβωμάρα στραβωμάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στραβωμάρα < στράβωμα + -άρα[1] [2] [3]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στραβωμάρα θηλυκό

  1. (οικείο) (μειωτικό) το να είναι κάποιος στραβός, να έχει ασθενή όραση
  2. (οικείο) (μειωτικό) (μεταφορικά) απροσεξία
  3. (οικείο) (μειωτικό) (μεταφορικά) απερισκεψία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. στραβωμάρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 στραβωμάραΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.