Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σταφύλι τα σταφύλια
      γενική του σταφυλιού των σταφυλιών
    αιτιατική το σταφύλι τα σταφύλια
     κλητική σταφύλι σταφύλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένα τσαμπί σταφύλια

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταφύλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σταφύλιον < αρχαία ελληνική σταφυλή + (κατάληξη υποκοριστικού) -ιον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /staˈfi.li/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σταφύλι ουδέτερο

  1. (φρούτο) ο καρπός του αμπελιού
  2. (γλυκό) σταφύλι γλυκό του κουταλιού

Παροιμίες επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία