Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμπέλι τα αμπέλια
      γενική του αμπελιού των αμπελιών
    αιτιατική το αμπέλι τα αμπέλια
     κλητική αμπέλι αμπέλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Έκταση με αμπέλια

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμπέλι < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική ἀμπέλιον, υποκοριστικό του ἄμπελος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /amˈbe.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐μπέ‐λι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμπέλι ουδέτερο

  1. (φυτό) η άμπελος
  2. το κτήμα στο οποίο καλλιεργείται το φυτό αυτό

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία