Δείτε επίσης: Σταφίδα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταφίδα οι σταφίδες
      γενική της σταφίδας των σταφίδων
    αιτιατική τη σταφίδα τις σταφίδες
     κλητική σταφίδα σταφίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταφίδα < μεσαιωνική ελληνική σταφίδα < ελληνιστική κοινή σταφίς < αρχαία ελληνική ἀσταφίς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /staˈfi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στα‐φί‐δα
 
ένα πιάτο με σταφίδες

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σταφίδα θηλυκό

  1. αποξηραμένο σταφύλι, ως ξηρός καρπός
  2. (μετωνυμικά) η σταφιδάμπελος
  3. (οικείο) (μεταφορικά) μεθυσμένος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία