Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπιτόφιδο τα σπιτόφιδα
      γενική του σπιτόφιδου των σπιτόφιδων
    αιτιατική το σπιτόφιδο τα σπιτόφιδα
     κλητική σπιτόφιδο σπιτόφιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπιτόφιδο < σπίτ(ι) + -ό- + φίδ(ι) + -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπιτόφιδο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία