Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπιτόφιδο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σπιτόφιδ
ο
τα
σπιτόφιδ
α
γενική
του
σπιτόφιδ
ου
των
σπιτόφιδ
ων
αιτιατική
το
σπιτόφιδ
ο
τα
σπιτόφιδ
α
κλητική
σπιτόφιδ
ο
σπιτόφιδ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπιτόφιδο
<
σπίτ(ι)
+
-ό-
+
φίδ(ι)
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σπιτόφιδο
ουδέτερο
(
φίδι
) ακίνδυνο, χωρίς
δηλητήριο
,
ημερόβιο
φίδι
(
Zamenis situla
και
Elaphe situla
)
Δείτε επίσης
επεξεργασία
λιόχεντρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπιτόφιδο
αγγλικά
:
european ratsnake
(en)
γαλλικά
:
couleuvre léopard
(fr)
γερμανικά
:
leopardnatter
(de)
ιαπωνικά
:
ヒョウモンナメラ
(ja)
ιταλικά
:
colubro leopardino
(it)
κροατικά
:
pjegava crvenkrpica
(hr)
ολλανδικά
:
luipaardslang
(nl)
ουγγρικά
:
leopárdsikló
(hu)
ουκρανικά
:
лолоз леопардовий
(uk)
πολωνικά
:
połoz lamparci
(pl)
ρωσικά
:
пеопардовый полоз
(ru)
σουηδικά
:
leopardsnok
(sv)