φίδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φίδι | τα | φίδια |
γενική | του | φιδιού | των | φιδιών |
αιτιατική | το | φίδι | τα | φίδια |
κλητική | φίδι | φίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φίδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φίδιν < ελληνιστική κοινή ὀφίδιον < ὀφιίδιον < υποκοριστικό του ὄφις + -ίδιον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfi.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φί‐δι
Ουσιαστικό επεξεργασία
φίδι ουδέτερο
- (ερπετό) στενόμακρο ερπετό χωρίς πόδια, ωοτόκο (σπανιότερα ωοζωοτόκο)
- → δείτε Κατηγορία:Φίδια (νέα ελληνικά)
- (μεταφορικά) ύπουλος άνθρωπος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Παροιμίες επεξεργασία
- όσο δέρμα και αν πετάξει, φίδι είναι δε θα αλλάξει
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- (τότε) μαύρο φίδι που σ' έφαγε:
- βγάζω το φίδι απ' την τρύπα: αναλαμβάνω δύσκολο ζήτημα για επίλυση
- ούτε φίδι στον κόρφο μου
- με ζώνουνε τα φίδια
- φίδι κολοβό
- φίδι φαρμακερό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ερπετό
Πηγές επεξεργασία
- φίδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας