Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκαμπανέβασμα τα σκαμπανεβάσματα
      γενική του σκαμπανεβάσματος των σκαμπανεβασμάτων
    αιτιατική το σκαμπανέβασμα τα σκαμπανεβάσματα
     κλητική σκαμπανέβασμα σκαμπανεβάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκαμπανέβασμα < σκαμπανεβάζ(ω) + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκαμπανέβασμα ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος) η ταλάντευση πλεούμενου πάνω στα κύματα, κατά τη διάρκεια θαλασσοταραχής
    μόλις χάλασε ο καιρός, το καράβι μας άρχισε τα σκαμπανεβάσματα
     συνώνυμα: προνευστασμός
  2. (μεταφορικά) η κατάσταση που μεταβάλλεται διαδοχικά προς αντίθετες κατευθύνσεις, με διακυμάνσεις
    με σκαμπανεβάσματα έκλεισαν οι ευρωπαϊκές αγορές
  3. (μεταφορικά) η έλλειψη σταθερότητας, η αστάθεια
    τα σκαμπανεβάσματα στη διάθεση της εγκύου είναι σύνηθες φαινόμενο

  Μεταφράσεις επεξεργασία