Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
tangage
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
tangage
tangages
Ουσιαστικό
επεξεργασία
tangage
(fr)
αρσενικό
το
σκαμπανέβασμα
(
για πλοία ή αεροπλάνα
)
εναλλάξ
κίνηση
του
σκάφους
γύρω από τον
εγκάρσιό
του
άξονα
, πάνω κάτω
→
δείτε
τις λέξεις
roulis
και
lacet