σερφάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σερφάρισμα ουδέτερο
- (αθλητισμός) το σέρφινγκ
- (διαδικτυακή αργκό, μεταφορικά, νεολογισμός, ανεπίσημο) το browsing, η περιήγηση σε διάφορες ιστοσελίδες