Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σερφάρισμα τα σερφαρίσματα
      γενική του σερφαρίσματος των σερφαρισμάτων
    αιτιατική το σερφάρισμα τα σερφαρίσματα
     κλητική σερφάρισμα σερφαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σερφάρισμα < σερφάρω + -μα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σερφάρισμα τα σερφαρίσματα
      γενική του σερφαρίσματος των σερφαρισμάτων
    αιτιατική το σερφάρισμα τα σερφαρίσματα
     κλητική σερφάρισμα σερφαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σερφάρισμα < σερφάρω + -ισμα < σερφ < (άμεσο δάνειο) αγγλική surf

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σερφάρισμα ουδέτερο

  1. (αθλητισμός) το σέρφινγκ
  2. (διαδικτυακή αργκό, μεταφορικά, νεολογισμός, ανεπίσημο) το browsing, η περιήγηση σε διάφορες ιστοσελίδες
     συνώνυμα: περιήγηση, πλοήγηση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία