σερφάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σερφάρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική surf + κατάληξη -άρω
Ρήμα επεξεργασία
σερφάρω, αόρ.: σερφάρισα (χωρίς παθητική φωνή)
- (μεταφορικά, διαδικτυακή αργκό) πλοηγώ στο διαδίκτυο
- ↪ όλη μέρα σερφάρει στο ίντερνετ
- (σπανιότερα, αθλητισμός) κάνω (θαλάσσιο) σέρφινγκ, ασκώ το άθλημα της θαλάσσιας σανίδας
- ↪ δεν έχει κύμα για να σερφάρουμε σήμερα