Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλοήγηση οι πλοηγήσεις
      γενική της πλοήγησης* των πλοηγήσεων
    αιτιατική την πλοήγηση τις πλοηγήσεις
     κλητική πλοήγηση πλοηγήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλοηγήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλοήγηση < πλοηγώ + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλοήγηση θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) η οδήγηση ενός πλοίου από έμπειρο πλοηγό, προκειμένου να εισέλθει σ’ ένα επικίνδυνο για την ασφάλεια του πλοίου λιμάνι ή να εξέλθει απ’ αυτό
  2. (κατ’ επέκταση) η οδήγηση ενός οποιουδήποτε οχήματος
  3. (κατ’ επέκταση) η καθοδήγηση ενός οδηγού κάποιου οχήματος με οπτικές ή ακουστικές ενδείξεις από ένα σύστημα, που μέσω δορυφορικών στιγμάτων βρίσκει τη θέση του οχήματος σ’ έναν ψηφιακό χάρτη

  Μεταφράσεις επεξεργασία