Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ροζιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ροζιασμέν
ος
η
ροζιασμέν
η
το
ροζιασμέν
ο
γενική
του
ροζιασμέν
ου
της
ροζιασμέν
ης
του
ροζιασμέν
ου
αιτιατική
τον
ροζιασμέν
ο
τη
ροζιασμέν
η
το
ροζιασμέν
ο
κλητική
ροζιασμέν
ε
ροζιασμέν
η
ροζιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ροζιασμέν
οι
οι
ροζιασμέν
ες
τα
ροζιασμέν
α
γενική
των
ροζιασμέν
ων
των
ροζιασμέν
ων
των
ροζιασμέν
ων
αιτιατική
τους
ροζιασμέν
ους
τις
ροζιασμέν
ες
τα
ροζιασμέν
α
κλητική
ροζιασμέν
οι
ροζιασμέν
ες
ροζιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ροζιασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ροζιάζω
Μετοχή
επεξεργασία
ροζιασμένος, -η, -ο
με
ρόζους
(π.χ. από την ηλικία ή τη σκληρή δουλειά)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ροζιασμένος
αγγλικά
:
gnarled
(en)