Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρόζος οι ρόζοι
      γενική του ρόζου των ρόζων
    αιτιατική τον ρόζο τους ρόζους
     κλητική ρόζε ρόζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ρόζος σε ξύλο.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρόζος < αρχαία ελληνική ὄζος (κλαδί, βλαστάρι, εξόγκωμα). Το ⟨ρ⟩ με παρετυμολογία προς τη λέξη ρίζα. [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɾo.zos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρό‐ζος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρόζος αρσενικό

  1. η σκλήρυνση στο δέρμα του χεριού από καταπόνηση λόγω σκληρής δουλειάς
     συνώνυμα: κάλος
  2. (σε ξύλο) η τοπική σκλήρυνση που διακόπτει τη συνέχεια του ξύλου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία