Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρεβανί τα ρεβανιά
      γενική του ρεβανιού των ρεβανιών
    αιτιατική το ρεβανί τα ρεβανιά
     κλητική ρεβανί ρεβανιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένα ταψί ρεβανί

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεβανί < (άμεσο δάνειο) τουρκική revani < περσική روغنى (ravġanī) < روغن (παχύρρευστο λάδι) < μέση περσική lwkn' (rōγn: λάδι, βούτυρο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾe.vaˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρε‐βα‐νί
τονικό παρώνυμο: ρεβάνι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρεβανί ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία