παχύρρευστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παχύρρευστος < παχύ- + ρευστός (μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική dickflüßig[1] / dickflüssig)
Επίθετο επεξεργασία
παχύρρευστος
Συνώνυμα επεξεργασία
- ιξώδης
- πυκνόρρευστος
- δύσρευστος (αρχαία ελληνική)
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παχύρρευστος
- ↑ παχύρρευστος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)