Δείτε επίσης: λαδί

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λάδι τα λάδια
      γενική του λαδιού των λαδιών
    αιτιατική το λάδι τα λάδια
     κλητική λάδι λάδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένα μπουκάλι με λάδι ελιάς
 
συμπλήρωση λαδιού σε μηχανή οχήματος
 
έργο ζωγραφισμένο με λάδι

  Ετυμολογία επεξεργασία

λάδι < (ἐ)λάδιν < ἐλάδιον, υποκοριστικό του αρχαίου ἐλάα < αρχαίο ἐλαία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈla.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λά‐δι
τονικό παρώνυμο: λαδί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λάδι ουδέτερο

  1. (τρόφιμο) το έλαιο που παράγεται από τη σύνθλιψη των καρπών του δέντρου της ελιάς, το ελαιόλαδο
  2. το ορυκτέλαιο
    πρέπει ν' αλλάξω λάδια στη μηχανή
    ο κινητήρας καίει λάδια, πρέπει να του κάνω ρεκτιφιέ
  3. υγρό για την επάλειψη του δέρματος
  4. υγρό για την επάλειψη επιφανειών
  5. (ζωγραφική) η λαδομπογιά
  6. (ζωγραφική) πίνακας που έχει ζωγραφιστεί με λαδομπογιές
  7. (αργκό, μεταφορικά) χρηματισμός, δωροδοκία (κυρίως το ποσό)

Εκφράσεις επεξεργασία

  • βγάζω το λάδι (κάποιου): κουράζω, ταλαιπωρώ κάποιον πάρα πολύ
  • βγαίνω λάδι: καταφέρνω να αθωωθώ ή να απαλλαχθώ από μια κατηγορία
  • καίω λάδια / χάνω λάδια: δεν είμαι στα καλά μου, δε σκέπτομαι ή δεν ενεργώ σωστά
  • ρίχνω λάδι στη φωτιά και χύνω λάδι στη φωτιά: οξύνω ακόμη περισσότερο μια ήδη τεταμένη κατάσταση, μια διαμάχη κλπ
  • τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι και τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι κι έξι το λαδόξιδο
  • φάε λάδι κι έλα βράδυ

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία