πτωματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πτωματικός < πτώμα + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cadavérique[1] [2])
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pto.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πτω‐μα‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
πτωματικός, -ή, -ό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πτωματικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ πτωματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πτωματικός < αρχαία ελληνική πτῶμα + -ικός < πίπτω
Επίθετο επεξεργασία
πτωματικός, -ή, -όν
Πηγές επεξεργασία
- πτωματικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.