πρωτόγνωρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρωτόγνωρος < πρωτό- + -γνωρος → δείτε και τη λέξη πρωτογνωρίζω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾoˈto.ɣno.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐τό‐γνω‐ρος
Επίθετο επεξεργασία
πρωτόγνωρος, -η, -ο
- που γνωρίζει κάποιος για πρώτη φορά
- ↪ Αυτή η φυλή της Αμαζονίας έχει έναν πρωτόγνωρο τρόπο ζωής.
- που αισθάνεται κάποιος για πρώτη φορά
- ↪ ΤΤα έχασα τελείως, ένα αίσθημα πρωτόγνωρο για μένα.
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις πρωτογνωρίζω, πρώτος και γνώρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- πρωτόγνωρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας