Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γνώρα οι γνώρες
      γενική της γνώρας
    αιτιατική τη γνώρα τις γνώρες
     κλητική γνώρα γνώρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γνώρα < μεσαιωνική ελληνική γνώρα < γνωρίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γνώρα θηλυκό

  1. το να γνωρίζουμε κάποιον
    Δεν τού'δωκα γνώρα. Έκανα πως δεν τον ξέρω.
    Δεν δίνει εύκολα γνώρα. Δεν σχετίζεται εύκολα με τους άλλους.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία