Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προφυματικός η προφυματική το προφυματικό
      γενική του προφυματικού της προφυματικής του προφυματικού
    αιτιατική τον προφυματικό την προφυματική το προφυματικό
     κλητική προφυματικέ προφυματική προφυματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προφυματικοί οι προφυματικές τα προφυματικά
      γενική των προφυματικών των προφυματικών των προφυματικών
    αιτιατική τους προφυματικούς τις προφυματικές τα προφυματικά
     κλητική προφυματικοί προφυματικές προφυματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προφυματικός < προ- + φυματικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pro.fi.ma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐φυ‐μα‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

προφυματικός, -ή, -ό

  1. (ιατρική, αφορά πρόσωπα) που τα συμπτώματα που παρουσιάζει δείχνουν ότι η κατάστασή του θα εξελιχθεί σε φυματίωση, που βρίσκεται σε πρώιμα στάδια της φυματίωσης
  2. (ιατρική, αφορά καταστάσεις) που φαίνεται ότι θα εξελιχθεί σε φυματίωση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • προφυματικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)