προπατορικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προπατορικός < ελληνιστική κοινή προπατορικός < αρχαία ελληνική προπάτωρ < πρό + πατήρ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.pa.to.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐πα‐το‐ρι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
προπατορικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τους προπάτορες, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτούς
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις προπάτορας, προ και πατέρας
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- προπατορικό αμάρτημα:
- (κυριολεκτικά) (θρησκεία) το αμάρτημα των προπατόρων πρωτοπλάστων (π.χ. του Αδάμ και της Εύας, κατά τη χριστιανική θρησκεία, που οδήγησε στην έξωσή τους από τον κήπο της Εδέμ, τον παράδεισο)
- (μεταφορικά) σοβαρό λάθος ή σφάλμα που διέπραξε κάποιος στο παρελθόν και βαρύνει συνεχώς μελλοντικά τον ίδιο ή τους απογόνους του