πολεμοχαρής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πολεμοχαρής | η | πολεμοχαρής | το | πολεμοχαρές |
γενική | του | πολεμοχαρούς* | της | πολεμοχαρούς | του | πολεμοχαρούς |
αιτιατική | τον | πολεμοχαρή | την | πολεμοχαρή | το | πολεμοχαρές |
κλητική | πολεμοχαρή(ς) | πολεμοχαρής | πολεμοχαρές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πολεμοχαρείς | οι | πολεμοχαρείς | τα | πολεμοχαρή |
γενική | των | πολεμοχαρών | των | πολεμοχαρών | των | πολεμοχαρών |
αιτιατική | τους | πολεμοχαρείς | τις | πολεμοχαρείς | τα | πολεμοχαρή |
κλητική | πολεμοχαρείς | πολεμοχαρείς | πολεμοχαρή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πολεμοχαρής, -ής, -ές
- που αγαπά τον πόλεμο
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολεμοχαρής