φιλοπόλεμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιλοπόλεμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
φιλοπόλεμος, -η, -ο
- εκείνος που εγκρινει, επιδιώκει και συχνά απολαμβάνει τον πόλεμο
- χαρακτηρισμός διάθεσης, που του αρέσει ο πόλεμος.
- ↪ ήρθε με άγριες, φιλοπόλεμες διαθέσεις
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φιλοπόλεμος
|