πλειστόκαινος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλειστόκαινος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική Pleistocene < αρχαία ελληνική πλεῖστος + καινός
Επίθετο επεξεργασία
πλειστόκαινος, -η/ -ος, -ο
- (γεωλογία) που έχει σχέση με το πλειστόκαινο ή αναφέρεται σ' αυτό
- (ουσιαστικοποιημένο) (γεωλογία) πλειστόκαινο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλειστόκαινος