καινός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καινός | η | καινή | το | καινό |
γενική | του | καινού | της | καινής | του | καινού |
αιτιατική | τον | καινό | την | καινή | το | καινό |
κλητική | καινέ | καινή | καινό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καινοί | οι | καινές | τα | καινά |
γενική | των | καινών | των | καινών | των | καινών |
αιτιατική | τους | καινούς | τις | καινές | τα | καινά |
κλητική | καινοί | καινές | καινά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καινός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καινός[1][2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ceˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : και‐νός
- ομόηχο: κενός
Επίθετο επεξεργασία
καινός, -ή, -ό
- (λόγιο) που μόλις εμφανίστηκε, παρουσιάστηκε· αναγεννημένος
- ↪ Μετά την εμπειρία αυτή, είναι ένας καινός άνθρωπος, ψυχικά αναγεννημένος.
- ≈ συνώνυμα: καινούργιος, νέος
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
και
- καινούργιος / καινούριος & συγγενικά, καινουργο-
- μειόκαινος
- ολιγόκαινος
- ολόκαινος
- πλειόκαινος
- πλειστόκαινος
Μεταφράσεις επεξεργασία
καινός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καινός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ καινός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- καινός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καινός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.