πλατύτερος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πλατύτερος | η | πλατύτερη | το | πλατύτερο |
γενική | του | πλατύτερου | της | πλατύτερης | του | πλατύτερου |
αιτιατική | τον | πλατύτερο | την | πλατύτερη | το | πλατύτερο |
κλητική | πλατύτερε | πλατύτερη | πλατύτερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πλατύτεροι | οι | πλατύτερες | τα | πλατύτερα |
γενική | των | πλατύτερων | των | πλατύτερων | των | πλατύτερων |
αιτιατική | τους | πλατύτερους | τις | πλατύτερες | τα | πλατύτερα |
κλητική | πλατύτεροι | πλατύτερες | πλατύτερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλατύτερος < αρχαία ελληνική πλατύτερος, πλατ-ύτερος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /plaˈti.te.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐τύ‐τε‐ορς
Επίθετο επεξεργασία
πλατύτερος, -η, -ο ( & πιο πλατύς) (το θηλυκό και πλατυτέρα)
- συγκριτικός βαθμός του πλατύς
- υπερθετικός βαθμός με περίφραση αντί του πλατύτατος
- ↪ Δεν ξέρω ποιος είναι ο πλατύτερος ποταμός.
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πλατύτερος, -α, -ον
- συγκριτικός βαθμός του πλατύς
Συγγενικά επεξεργασία
- πλατυτέρως (επίρρημα)
Πηγές επεξεργασία
- πλατύτερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.