πλασμώδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλασμώδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική plasmodium[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική plasmode[2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική plasmodium[2] < αρχαία ελληνική πλάσμα < πλάθω
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλασμώδιο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- πλασμωδιακός
- → δείτε τις λέξεις πλάσμα και πλάθω
Μεταφράσεις επεξεργασία
είναι μονοκύτταρος ευκαρυωτικός οργανισμός
- ↑ πλασμώδιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 πλασμώδιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)